φασολάκι

φασολάκι
και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι]
1. υποκορ. τ. τού φασόλι
2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια
α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή»)
β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς φασολιάς («μαγείρεψα φασολάκια με κρέας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”